- τελειωτικώς
- τελειωτικῶς ΝΑεπίρρ. βλ. τελειωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελειωτικῶς — τελειωτικός perfective adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… … Dictionary of Greek